- συνέσπακε
- συσπάωdraw togetherperf imperat act 2nd sgσυσπάωdraw togetherperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσπώ — συσπῶ, άω, ΝΑ [σπῶ] νεοελλ. μέσ. συσπώμαι, άομαι (για μυ) υφίσταμαι ακούσια συστολή αρχ. 1. συστέλλω, μαζεύω («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς», Λουκιαν.) 2. συρράπτω («τὰς διφθέρας συνῆγον καὶ συνέσπων», Ξεν.) 3. μέσ. σύρω μαζί μου 4. παθ. μαζεύομαι, ζαρώνω … Dictionary of Greek
χολώδης — ες / χολώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή] 1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.) 2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή,… … Dictionary of Greek